εξοφλητήριο

εξοφλητήριο
εξοφλητήριο, το και εξοφλητικό, το
(ενν. έγγραφο), έγγραφη απόδειξη για εξόφληση χρέους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εξοφλητήριος — ο 1. εξοφλητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το εξοφλητήριο το εξοφλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εξοφλητήριος — α, ο 1. εξοφλητικός (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., εξοφλητήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοφλητικό — εξοφλητικό, το βλ. εξοφλητήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”